-
1 μυρίκη
μῠρίκ-η [on the quantity v. infr.], ἡ,A tamarisk (in Greece, Tamarix tetrandra; in Egypt, Tamarix articulata), θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Il. 10.466; μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους ib. 467;δόρυ.. κεκλιμένον μυρίκῃσιν 21.18
, cf. h.Merc.81, Nic.Th. 612; butπτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Il.21.350
, cf. Theoc.1.13, 5.101, and Lat. myrīca;ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Hdt.2.96
;μυρίκης κλῶνα Alc.119
: pl., PCair.Zen.383.16 (iii B. C.). -
2 ἐριθηλής
A very flourishing, luxuriant, of plants,μυρίκης τ' ἐριθηλέας ὄζους Il.10.467
;ἔρνος..ἐριθηλὲς ἐλαίης 17.53
;δάφνης ἐριθηλέος ὄζον Hes.Th.30
; of gardens,ἀλωάων ἐριθηλέων Il.5.90
;γαῖα A.R.2.723
: metaph.,εὐνομία APl.4.72.5
, cf. Orph.Fr. 142, 206.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριθηλής
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий